Καθόλου δεν τη μπορώ. Ποτέ δεν τη μπορούσα. Όσο μεγαλώνω, ακόμη περισσότερο. Όχι γιατί μεγαλώνω απλά. Όχι γιατί “βαραίνω”. Αλλά γιατί μεγαλώνω ωριμάζοντας. Μεγαλώνω και εξελίσσομαι. Μεγαλώνω και με γνωρίζω καλύτερα. Έρχομαι πιο κοντά σε μένα.
Άρα μπορώ πια, καθαρά, σταθερά και ξάστερα να πω Όχι. Όχι σε οτιδήποτε δε μου αρέσει, σε οτιδήποτε δε με εκφράζει, σε οτιδήποτε δε με αντιπροσωπεύει. Σε οτιδήποτε δεν είναι “εγώ”.
Κι αισθάνομαι απερίγραπτη ανακούφιση με αυτό! Επιτέλους! Και σιγουριά. Και χαρά μεγάλη τελικά! Μια χαρά όμως δική μου. Όχι των άλλων.
Που σου λένε ότι “πρέπει” να χαρείς. Ότι “πρέπει” να διασκεδάσεις. ‘Ότι “πρέπει να χορεύεις και να τραγουδάς αυτές τις μέρες”! Της Αποκριάς.
Προσοχή : μόνο αυτές. Μόνο τώρα. Όλον τον υπόλοιπο καιρό γκρίνιες, παράπονα, προβλήματα παντού μπροστά σου, καταστροφές, σεισμοί, λοιμοί και καταποντισμοί, αχ από δω και βαχ από κει και όλα μαύρα… Αλλά ξαφνικά, σήμερα, τώρα, αύριο, κέφι τρελό και πανηγύρι μεγάλο!
Τσικνοπέμπτη! Μια Πέμπτη που όοοολα αλλάζουν! Χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα εν τω μεταξύ. Αλλά “πρέπει” να φορέσεις το πιο μεγάλο σου χαμόγελο, να αρχίσεις να γελάς με το πιο δυνατό γέλιο, να βάζεις οποιαδήποτε μουσική, ό,τι πιο άκυρο, ό,τι πιο κοντά σε ηχορύπανση, να την υφίστασαι παντού και πάρα μα πάρα πολύ να διασκεδάζεις! Και να χορεύεις με το πιο ψεύτικο κέφι που υπάρχει, οπουδήποτε, ακόμη και στο πιο άσχημο πεζοδρόμιο, ακόμη και στους πιο άσχημους δρόμους.
Και επειδή φυσικά όλα αυτά δεν είσαι εσύ, εσύ που ποτέ άλλοτε δε χορεύεις, που ίσως ποτέ δεν έμαθες να διασκεδάζεις πραγματικά, που…πολύ συχνά δε ζεις καν, καλό είναι να φορέσεις και μια μάσκα να σε κρύβει. Να φορέσεις οτιδήποτε για να μη σε αναγνωρίζουν, και κυρίως να μην αναγνωρίζεις εσύ τον εαυτό σου. Να έχεις ένα πολύ καλό άλλοθι : δεν ήσουν εσύ.
Α ναι! και να φας και κρέας, πολύ κρέας. Γιατί όλον τον υπόλοιπο καιρό δεν τρως… Καθόλου. Σου λείπει. Ή θα σου λείψει σαράντα μέρες μετά, με τη νηστεία…Λέμε τώρα, οι χορτασμένοι αχόρταγοι…
Άντε και η Κυριακή της Αποκριάς. Ξανά μανά χαρά μεγάλη. Με το ζόρι. Άντε πάλι να “ντυθείς”, άντε πάλι να γελάς με το πιο ζορισμένο γέλιο, άντε πάλι να διασκεδάζεις με κέφι τρελό σαν να μην υπάρχει αύριο. Ή μάλλον σαν να γεννήθηκες μόλις τώρα. Και όλα τέλεια. Ντε και καλά να χορεύεις ξανά με ό,τι πιο ηλίθιο κυκλοφορεί σε μουσική, άντε πάλι να αγωνίζεσαι σε ψεύτικες παρελάσεις να πείσεις για την υπερβολική (και ξαφνικότατη) χαρά σου.
Καλά, να μην πω για τους αποκριάτικους χορούς. Τα “μπαλνταφάν”, έτσι τα λέμε εδώ στις Σέρρες (απειροελάχιστοι βέβαια γνωρίζουν πως είναι το γαλλικό bal d’ enfants, που σημαίνει χορός των παιδιών). Μαρτύριο, για μένα προσωπικά πάντα, εξ απ’ ανέκαθεν. Από τότε που ήμουν παιδί. Ποτέ δε μου άρεσαν οι ενοχλητικές στολές που φορούσαμε, ποτέ δε μου άρεσε καν που “έπρεπε” να βρω μια στολή να φορέσω, ενώ καμία δε με εξέφραζε, ειδικά όσο μεγάλωνα. Πάντα απεχθανόμουν την υφή τους, το υλικό τους, τη μυρωδιά τους, την αίσθηση πως κάτι σε τσιμπούσε σε όλο σου το κορμί όσο τις φορούσες. Ποτέ δε μου άρεσε η πολυκοσμία στους χορούς αυτούς, τα πολλά παιδιά και οι πολλοί γονείς μέσα σε κλειστούς χώρους, η απαίσια μυρωδιά από τα σκάγια, τους αφρούς και όλες αυτές τις αηδίες που κυκλοφορούν και ευρέως πωλούνται εκείνον τον καιρό. Πάντα μου προκαλούσε σύγχυση η υπερβολική φασαρία μέσα στους κλειστούς αυτούς χώρους, οι φωνές, οι τσιρίδες, τα κλάματα, η απαίσια μουσική στη διαπασών. Τώρα, τα ζω από την άλλη πλευρά, αυτή του γονιού που πρέπει να συνοδεύσει τα παιδιά στο πάρτυ. Τώρα να δεις πονοκέφαλος και απόλυτη βαρεμάρα…
Και το εντυπωσιακό είναι ποιο;
Γιατί αν εδώ μιλούσα μόνο για μένα, τι σημασία θα είχε και ποιος θα νοιαζόταν…
Το εντυπωσιακό είναι πως πάρα μα πάρα πολλά παιδιά τελικά, ίσως ακόμη και τα περισσότερα, έχουν νιώσει ή νιώθουν αυτήν, την ίδια δυσφορία! Το έβλεπα και όσο ήμουν μικρή, το διαπιστώνω όμως ακόμη περισσότερο τώρα πια, ως ενήλικας που παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, και ειδικά ως γονιός, που βλέπω κάθε φορά τις ίδιες δυσκολίες στα παιδιά μου. Αυτό το “θέλω να ντυθώ, θέλω να συμμετέχω, αλλά ταυτόχρονα δε νιώθω καθόλου καλά με αυτό, εκνευρίζομαι, αγχώνομαι, συγχύζομαι, δεν ξέρω τι να κάνω και πώς”!
Αυτό το “δεν είμαι εγώ!!!”
Η εξέλιξη αυτού, είναι να βλέπουμε το αντίστοιχο στους μεγάλους. Που μεγάλωσαν ηλικιακά, αλλά δε μεγάλωσαν πνευματικά και ουσιαστικά. Και θα μου πεις τι, μιλώ για όλους; Μα σε πάρα πολλούς αρέσει! Ναι, πράγματι, σε πολλούς αρέσει στ’ αλήθεια. Στους περισσότερους όμως, τολμώ να πω, βλέπω πάλι το ψεύτικο, την υποκρισία, το κρύψιμο πίσω από μια μάσκα. Γιατί “πρέπει”. Γιατί “το κάνουν όλοι”. Γιατί “έτσι είναι”. Το γνωστό “έτσι τα βρήκαμε”. Γιατί “πώς να πω όχι;”.
Ωραία. Και γιατί είναι κακό αυτό; Μια ευκαιρία για διασκέδαση είναι στο κάτω κάτω. Τι πειράζει; Ή μήπως να τη χάσουμε κι αυτήν;
Δεν είναι κακό. Δεν είναι και καλό όμως. Για εμάς τους ίδιους πρώτα πρώτα. Γιατί ποτέ το ψεύτικο, το υποκριτικό δε μας κάνει καλό. Κρύβουμε πίσω από μάσκες, φωτεινά χρώματα, φανταχτερά ρούχα, εκκωφαντική μουσική τον αληθινό μας εαυτό, την αληθινή φωνή μέσα μας που προσπαθεί να φωνάξει. Όλον τον υπόλοιπο καιρό τρέχουμε με τις υποχρεώσεις, τις δουλειές, τα προγράμματά μας και κρυβόμαστε πίσω από αυτά τα “πρέπει”. Πίσω από το “δεν έχω τον χρόνο και την πολυτέλεια να σκεφτώ, να αναρωτηθώ, να ψάξω”. Ε, και τις μέρες της αποκριάς, κρυβόμαστε πίσω από τις μάσκες, τους χορούς και τη μουσική. Να καλύψουμε με ψεύτικα χρώματα κι αρώματα την οποιαδήποτε επαφή με τον εαυτό μας. Να γεμίσουμε το κενό που δημιουργείται και που ξαφνικά…έχουμε χρόνο (τι τρομακτικό!).
Δεν είναι καλό και για έναν ακόμη λόγο : δίνουμε το ίδιο παράδειγμα στα παιδιά μας. Το παράδειγμα να κρύβονται πίσω από μάσκες, να προβάλλουν έναν άλλον εαυτό, να δείχνουν οπωσδήποτε χαρούμενα, ακόμη κι αν εκείνα τελικά δυσφορούν με όλα αυτά και μόνο άνετα κι ωραία δε νιώθουν.
Είναι ωραία η χαρά, πολύ ωραία. Και βαθιά επιθυμητή. Και αναγκαία στη ζωή μας. Μα έχει μια προϋπόθεση για να έχει και τα καλά της αποτελέσματα : να είναι αληθινή. Πηγαία. Αυθόρμητη. Ο ίδιος ίσως ο ορισμός της χαράς έχει ως αντένδειξη τα “πρέπει”.
Και είναι σημαντικό να την αναζητούμε σε κάθε τι στη ζωή μας. Κάθε μέρα, στα πιο απλά πράγματα. Δε χρειάζονται φανφάρες και φώτα δυνατά ούτε καραμούζες ούτε χοροί καταναγκαστικοί. Μπορεί να εκδηλωθεί και με αυτά, σαφώς, σαφέστατα και πάρα πολύ ωραία. Δεν της είναι όμως απαραίτητα. Η τροφή της είναι η πιο μικρή στιγμή, η πιο απλή κίνηση, η πιο απλή αίσθηση, όταν μπορούμε και βρισκόμαστε στη στιγμή συνειδητά. Για να γίνει, συχνά χρειάζεται ησυχία. Να μπορούμε να ακούσουμε τη φωνή μέσα μας. Και τη φωνή του διπλανού μας.
Κι αν δε βρίσκουμε τη χαρά “μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες“, αν νιώθουμε εντελώς παράταιρα σε τέτοια περιβάλλοντα, είναι πολύ εντάξει. Δεν είμαστε ούτε παράξενοι, ούτε ιδιότροποι, ούτε μουρτζούφληδες. Είμαστε απλώς Εμείς.
Και δε θέλουμε να βλέπουμε να την τραβάνε αλυσοδεμένη, σαν να σέρνουν το άρμα του καρναβαλιού.