Δεν ξέρω τι έχουν κάνει και βρέθηκαν εκεί. Μα ξέρω τι κάνουν τώρα, που είναι μέσα. Έχω μια μικρή εικόνα δηλαδή, μια υποψία, γιατί προφανώς κάνουν πολλά περισσότερα και πολύ πιο εντυπωσιακά.
Την Τρίτη 24 Ιουνίου έγινε η καλοκαιρινή γιορτή λήξης της χρονιάς στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας των Φυλακών, στο ΣΔΕ Νιγρίτας. Μιας σχολικής χρονιάς διαφορετικής, σε ένα διαφορετικό σχολείο. Που αν τα σχολεία τα τυπικά του έξω κόσμου είχαν κάποια έστω απ’ τα στοιχεία του, ίσως να μην υπήρχαν καν οι φυλακές ή έστω να μην ήταν τόσες.
Εκεί λοιπόν, η εξαιρετική και πάντα αξιοθαύμαστη ομάδα των εκπαιδευτικών μας παρουσίασε εν συντομία τα έργα που δούλεψαν ανά ειδικότητα και ανά τμήμα με τους εκπαιδευόμενους που συμμετείχαν.
Βρεθήκαμε έτσι να περνούν από μπροστά μας στην οθόνη και ζωντανά εικόνες με χέρια που… έφτιαχναν.
Ζωγραφιές, χειροτεχνίες, μακέτες, επιτραπέζια παιχνίδια, κατασκευές πολλών ειδών. Χέρια που έφτιαχναν μια πεταλούδα από ξύσματα μολυβιού, κολλώντας τα μεταξύ τους. Χέρια που έγραφαν ποιήματα, ιστορίες, εξομολογήσεις ζωής. Χέρια που δημιουργούσαν λουλούδια, κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί. Χέρια που κατασκεύασαν μια κοινωνική επιχείρηση πάνω σε χαρτόνι, που ταξινόμησαν ακατάστατα βιβλία σε μια βιβλιοθήκη και δημιούργησαν την ηλεκτρονική της βάση δεδομένων. Χέρια που δεν τσιγκουνεύτηκαν καθόλου στο χειροκρότημα του κάθε κατορθώματος του κάθε ανθρώπου που προσπάθησε γι’ αυτό, όπως έκαναν και τα δικά μας, πώς να πάψουν να χειροκροτούν άλλωστε…

Χέρια ανθρώπων που τους δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία, να αλλάξουν, να κάνουν κάτι εντελώς αλλιώς, να διορθώσουν, να ξαναδοκιμάσουν. Και ποιος από εμάς δεν τη χρειάζεται; Τη δεύτερη, την τρίτη, την πολλαπλή, ξανά και ξανά και πάλι.
Εκείνοι, ευτυχώς την άρπαξαν. Όχι με τα χέρια τους, μα με την καρδιά και το μυαλό τους. Με τη θέληση, την πίστη τους και την ελπίδα. Για ένα καλύτερο αύριο, που ίσως ποτέ κανείς ως τότε δεν τους είχε δείξει ως επιλογή. Για πολλούς από αυτούς δεν είναι καν η δεύτερη, μα η ίδια η πρώτη ευκαιρία. Και φαίνεται να την έχουν κάνει πραγματικό εργαλείο για τη ζωή τους.
Τούτοι οι άνθρωποι, που τους ανήκουν αυτά τα χέρια, έκαναν και πολλά άλλα μέσα στη σχολική της φυλακής χρονιά. Διάβασαν, έγραψαν, έμαθαν ελληνικά, έμαθαν αγγλικά, έμαθαν πληροφορική, έδωσαν εξετάσεις, πήραν και ετοιμάζονται να πάρουν πτυχία. Αγάπησαν τη γνώση και τη μάθηση, αγάπησαν τη συνεργασία και απέδειξαν την έμφυτη ικανότητά τους για αυτήν. Έκαναν τόσα πολλά, τόσο δύσκολα, σ’ ένα από τα πιο δύσκολα περιβάλλοντα, με έναν σωρό αντίξοες συνθήκες.
Εμείς με την Πηνελόπη, εκ μέρους της Λέσχης Αφήγησης Σερρών, είχαμε την ευλογία να πηγαίνουμε κάθε Τετάρτη και να τους αφηγούμαστε παραμύθια. Εγχείρημα παράξενο, αλλόκοτο, γεμάτο με πολλές αμφιβολίες στο ξεκίνημά του : θα θέλουν άραγε, θα το δεχτούν, τι, θα κάθονται να ακούνε παραμύθια;
Κι όμως. Όχι μόνο το δέχτηκαν να ξεκινήσει, όχι μόνο το αποδέχτηκαν να συνεχίσει, μα το αγκάλιασαν κυριολεκτικά και φτάσαμε τόσο εμείς όσο κι εκείνοι να περιμένουμε πώς και πώς την Τετάρτη των παραμυθιών! “Παραμύθια εντός των τειχών”, όπως είπε και η διευθύντρια του σχολείου, η Νεκταρία.

Το αγκάλιασαν με την παρουσία τους, τη συμμετοχή τους, το λαμπερό βλέμμα τους, το ζεστό χαμόγελό τους, τα λόγια από την ψυχή τους. «Μας γαληνεύετε», αυτό μας έλεγαν κάθε φορά στο τέλος των αφηγήσεων. Κι εμείς γαληνεμένες φεύγαμε από κει. Αυτή είναι η αμφίδρομη των παραμυθιών επίδραση. Η γαλήνη, τόσο σ’ εκείνον που λέει όσο και σ’ εκείνον που ακούει. Η θεραπεία. Από οτιδήποτε φοβίζει, εμποδίζει, βαραίνει τον καθένα και, έστω, στον οποιονδήποτε βαθμό.
Είχε και μια θεατρική παράσταση η γιορτή, όπως κάθε χρόνο. Φέτος, με έμπνευση και αφορμή από τα παραμύθια, το θέμα ήταν ένας μύθος του Αισώπου, «Το λιοντάρι και το ποντίκι», διασκευασμένος κατάλληλα από τον Κωνσταντίνο, τον φιλόλογο του σχολείου, και προσαρμοσμένος ακριβώς στις συνθήκες της φυλακής. Η διαχρονικότητα των μύθων και των παραμυθιών, το πιο δυνατό τους στοιχείο.
Πριν φύγουμε, μια ερώτηση, ταυτόχρονα, από εκείνους κι από εμάς : «Θα έρχεστε και πάλι απ’ τον Σεπτέμβριο;» – «Μας θέλετε να ερχόμαστε και την επόμενη χρονιά;» Και μια απάντηση, ταυτόχρονη κι αυτή : «Ναι!»
Χαιρετηθήκαμε και δώσαμε με τους περισσότερους τα χέρια.
Αυτά τα χέρια τα αντρικά, τα ταλαιπωρημένα, που τα είδα, από τ’ ανέλπιστα, να πιάνουν και να κολλούν ξύσματα μολυβιού για να σχηματίσουν τα φτερά μιας πεταλούδας.
Και κατάλαβα πως είναι πάντα έτοιμα γι’ αυτό. Και για κάθε άλλο όμορφο, δημιουργικό, αθώο και παιδικό επίσης.
Αρκεί να τους δοθεί η ευκαιρία.
Κι αν έχασαν την πρώτη, ας τους δοθεί, με πίστη και ειλικρίνεια, η Δεύτερη.